
-απόσπασμα-
Κι απ’ τον λαβύρινθο του ύπνου, ύστερα απ’ τα αινιγματικά σκοτάδια των αιώνων, βγαίνοντας απ’ το δούρειο ίππο, αυτό το άψυχο παλιάλογο που στο τέλος κερδίζει τους πολέμους, ένας υπέροχος συνωμότης, γυμνός μπροστά στη φωτιά, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, ιδού εγώ, πολυμήχανος, ερωτοπαθής, σίγουρα έχοντας την αχίλλεια πτέρνα μου να με συνεφέρει στη θνητότητα και τη θλίψη, κάνοντάς με ξαφνικά έναν καταρρακωμένο Οιδίποδα τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.
Και τότε είναι που εγκαταλείπεις τις μυθικές αναδύσεις και τρέχεις κατά πάνω στο ερωτικό μαχαίρι, στα όργια και τις τελετές, και βλέπεις την γυναίκα και τον άντρα σχεδόν τεράστιους, περιχυμένους ολόκληρους από χρυσάφι, χρυσωμένους, σκληρούς, με τη λάμψη της αδιαφορίας για το θάνατο έχοντας μια θέληση για δύναμη και εισβολή, ένστικτα του αρχαίου θηρίου μόλις κατεργασμένα και διηθημένα.
Ένας φαλλός γλιστρά μέσα στην τρυφερή σάρκα, εκεί στα βάθη της μήτρας, τέρας φάντασμα απαγορευμένος καρπός, διαπερνά επιτέλους τα στεγανά της…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 365 επιπλέον λέξεις