Για τον Όμηρο δεν υπάρχει αγαθό μεγαλύτερο από τη ζωή. Κι αυτός ο διαβολεμένος ποιητής, ο Όμηρος, βάζει στα χείλη του Αχιλλέα τον πιο καίριο λόγο γι’ αυτό το θλιβερό σκότος της ανυπαρξίας. Όταν τον συναντά ο Οδυσσέας στον κάτω κόσμο για να του δώσει κουράγιο, του θυμίζει ότι ήταν δοξασμένος όσο ζούσε, μα και τώρα πάλι βασιλεύει μεταξύ των νεκρών. Ο Αχιλλέας όμως του δίνει την απόλυτη απάντηση.
Φαίδιμε Οδυσσέα, του λέει, ο θάνατος δεν παίρνει παρηγόρια! Θα προτιμούσα να ξενοδούλευα ξωμάχος στην πατρίδα μου παρά να είμαι βασιλιάς των νεκρών. Κι εδώ ο Όμηρος διαλαλεί με τον πιο ποιητικό τρόπο πως κάθε ζωντανός δεν θέλει να πεθάνει. Όχι πως φοβάται το θάνατο αλλά πως λατρεύει τη ζωή.
Και λατρεύω τη ζωή σημαίνει πως την υπερασπίζομαι μέσα σ’ αυτόν τον ακραία θανατόληπτο κόσμο. Την υπερασπίζομαι απ’ τους βασανιστές με τα άμφια και τις κελεμπίες. Με τις γραβάτες και τα…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 244 επιπλέον λέξεις